- τέτραδον
- τὸ, Αβλ. τετράδιο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τετράδιο — το / τετράδιον, ΝΜΑ, και δ. γρφ. τέτραδον Α [τετράς, άδος] νεοελλ. σώμα από φύλλα χαρτιού, συνενωμένα σε σχήμα βιβλίου, το οποίο χρησιμοποιείται για γραφή (α. «τετράδιο εκθέσεων» β. «τετράδιο αριθμητικής») μσν. αρχ. 1. φύλλο περγαμηνής διπλωμένο… … Dictionary of Greek